τσιφλικάς
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ιδιοκτήτης τσιφλικιού
2. (γενικά) μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς)].