τιμάριο
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
το / τιμάριον, ΝΜ
(στη Δύση) φέουδο
νεοελλ.
1. (στην Ανατολή και ειδικότερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) εκτεταμένη αγροτική περιοχή που παραχωρούσε ο ηγεμόνας σε στρατιωτικό αξιωματούχο, ο οποίος, καρπούμενος τα έσοδα, αναλάμβανε την υποχρέωση να διατηρεί και να εξοπλίζει στρατιωτικό τμήμα στην υπηρεσία του ηγεμόνα
2. (στην Ελλάδα στα χρόνια της τουρκοκρατίας και αργότερα) μορφή φέουδου, τσιφλίκι
3. μτφ. καθετί που καρπώνεται κανείς με αυθαίρετο και αποκλειστικό τρόπο και, ιδίως, αρχή, εξουσία, διοικητική θέση
μσν.
βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. λ. περσικής προέλευσης].