φάλαγγος
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τορύνη, ὄργανον πολεμικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. της λ. φάλαγξ (πρβλ. τη λ. φαλαγγοστορύναι)].
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τορύνη, ὄργανον πολεμικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. της λ. φάλαγξ (πρβλ. τη λ. φαλαγγοστορύναι)].