φύγδην

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488

German (Pape)

[Seite 1312] adv., = φύγαδε, in die Flucht, fliehend, Nic. Ther. 21.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φύγδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας τς ρίζας του ρ. φεύγω (πρβλ. αόρ. β' -φυγ-ον) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην, φύρ-δην)].