υπεκφυγή
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
η / ὑπεκφυγή, ΝΜΑ ὑπεκφεύγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπεκφεύγω
νεοελλ.
στον πληθ. οι υπεκφυγές·οι προφάσεις («μού μιλούσε με υπεκφυγές»).