υπεκφεύγω

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549

Greek Monolingual

ὑπεκφεύγω ΝΜΑ
διαφεύγω κρυφά
νεοελλ.
αποφεύγω με επιτήδειο τρόπο, με ελιγμό
αρχ.
(με αιτ.) αποφεύγωὅπως μίασμα πᾱσ' ὑπεκφύγῃ πόλις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκφεύγω «φεύγω έξω, διαφεύγω»].