χολοδεκτικός

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ή, όν, =

   A irascibilis, Gloss.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.