χοντροκαμωμένος
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. χοντροδουλεμένος, κακοφτειαγμένος
2. (για πρόσ.) αυτός του οποίου τα μέλη είναι χοντρά ή τα χαρακτηριστικά αδρά.