στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
και τζίγκος, ο, και ζίγκος, Νκοινή ονομασία του ψευδαργύρου καθώς και ορισμένων ενώσεών του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zinco < γερμ. Ζινκ].