φιλοβασιλικός
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. ο θιασώτης του βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια»)
2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»).———————— -ή, -όν, Α φυλοβασιλεύς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα («φυλοβασιλικὰ χρήματα», επιγρ.).