πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
-όμηκες, Α1. αυτός που έχει το ίδιο μήκος με άλλον2. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. 4x4=16.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰδιο-μήκης).