χιονίστρα

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες
ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα
2. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού κολχικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρ-ίστρα).