φάλτσος
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. παράφωνος·2. λοξός, στραβός
3. εσφαλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»].