τρακτέρ
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. ο ελκυστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tracteur < λατ. tractus, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. traho «σύρω, έλκω»].
το, Ν
άκλ. ο ελκυστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tracteur < λατ. tractus, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. traho «σύρω, έλκω»].