τρυγήτρια
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
Full diacritics: τρυγήτρια | Medium diacritics: τρυγήτρια | Low diacritics: τρυγήτρια | Capitals: ΤΡΥΓΗΤΡΙΑ |
Transliteration A: trygḗtria | Transliteration B: trygētria | Transliteration C: trygitria | Beta Code: trugh/tria |
ἡ, fem. of τρυγητήρ, D.57.45, Poll.1.222.
τρῠγήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ τρυγητήρ, Δημ. 1313. 6, Δίων Χρυσ. 7, τ. 1, σ. 260, Πολυδ. Α΄, 222.
η, ΝΑ
βλ. τρυγητής.