Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
τοποφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ τόπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 9546.
-ακος, ὁ, Α
φύλακας ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + φύλαξ.