χαλασοσπίτης

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη διάλυση μιας οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο-σπίτης].