διάλυση
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
Greek Monolingual
η (AM διάλυσις, -έως) διαλύω
1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση
2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση
3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση
4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος»)
5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης»)
6. ακύρωση («διάλυση γάμου»)
7. (τυπογρ.) η αποσύνθεση τών σελίδων μετά την εκτύπωση
αρχ.
1. τέρμα, παύση, διακοπή
2. στον πληθ. αἱ διαλύσεις
εξομάλυνση διαφοράς
3. (για χρησμούς) ερμηνεία
4. (γραμ.) ανάλυση διφθόγγου
5. (για χρέη) απάλειψη.