ταὐτοφωνία

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, Gleichtönigkeit, Sp.

Greek Monolingual

η / ταὐτοφωνία, ΝΜ ταὐτόφωνος
νεοελλ.
1. δυσάρεστη επανάληψη τών ίδιων φθόγγων, συλλαβών ή γραμμάτων
2. απουσία διαστήματος μεταξύ δύο φθόγγων που εκφέρονται συγχρόνως
3. μουσ. η απόδοση του ίδιου ήχου από δύο ή περισσότερες φωνές ή όργανα
μσν.
το να έχει κανείς την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.