συντονιστής
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
Greek Monolingual
ο, θηλ. συντονίστρια, Ν συντονίζω
1. πρόσωπο που συντονίζει διάφορες ενέργειες («ο συντονιστής της συζήτησης τους υπενθύμισε ότι η ώρα είχε περάσει»)
2. (ηλεκτρον.) όργανο που χρησιμοποιείται για συντονισμό ραδιοφωνικών κυκλωμάτων.