τονικότητα

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του τονικού
2. μουσ. η κυριαρχία ενός βασικού φθόγγου σε μια κλίμακα και στις μελωδίες που βασίζονται σ' αυτήν
3. η ιδιότητα τών ζωντανών μυών να παρουσιάζουν μυϊκό τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τονικός. Η λ., στον λόγιο τ. τονικότης, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].