τονικότητα

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του τονικού
2. μουσ. η κυριαρχία ενός βασικού φθόγγου σε μια κλίμακα και στις μελωδίες που βασίζονται σ' αυτήν
3. η ιδιότητα τών ζωντανών μυών να παρουσιάζουν μυϊκό τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τονικός. Η λ., στον λόγιο τ. τονικότης, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].