χοντροδουλεύω
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Greek Monolingual
Ν
1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα
2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, -η, -ο
ακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο.