χοντροδουλεύω
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Greek Monolingual
Ν
1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα
2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, -η, -ο
ακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο.