τυποκρατία
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Greek Monolingual
η, Ν
υπερτίμηση τών τύπων, της μορφής, έναντι της ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].