χερτς
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. μετρολ.-φυσ. μονάδα συχνότητας, με σύμβολο Hz, ενός περιοδικού φαινομένου, του οποίου η περίοδος είναι ένα δευτερόλεπτο, δηλαδή είναι ίση με έναν κύκλο ανά δευτερόλεπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hertz, από το όν. του Γερμανού φυσικού Heinrich R. Hertz].