δευτερόλεπτο
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
Greek Monolingual
και -λεφτο, το (Μ δευτερόλεπτον)
1. το δεύτερο λεπτό της ώρας ως μονάδα μετρήσεως χρόνου (η οποία ισούται με το ένα εξηκοστό του πρώτου λεπτού)
2. μονάδα μετρήσεως τόξου ή γωνίας, το εξηκοστό του πρώτου λεπτού ή της μοίρας
νεοελλ.
μια στιγμή του χρόνου όχι ακριβώς προσδιορισμένη, μια στιγμούλα.