υπεραρκετός
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
περισσότερο από αρκετός, αυτός που φτάνει και περισσεύει.
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
-ή, -ό, Ν
περισσότερο από αρκετός, αυτός που φτάνει και περισσεύει.