υπεραρκετός

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
περισσότερο από αρκετός, αυτός που φτάνει και περισσεύει.