υπεραρκετός

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
περισσότερο από αρκετός, αυτός που φτάνει και περισσεύει.