τελεσφόρηση

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / τελεσφόρησις, -ήσεως, ΝΜΑ τελεσφορῶ
νεοελλ.
1. ευόδωση, επιτυχής έκβαση, επιτυχία
2. αποτελεσματικότητα
μσν.-αρχ.
1. το να φέρει ή να έχει κάτι τέλειους, ώριμους καρπούς
2. πλήρης ωρίμαση, τέλεια ανάπτυξη.