επιτυχής
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιτυχής)
1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ.
β. «επιτυχείς αγώνες»)
2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)
αρχ.
αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με επιτυχία.
επίρρ...
επιτυχώς (AM ἐπιτυχῶς)
με επιτυχία, εύστοχα, πετυχημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τυχής. Το β’ συνθετικό -τυχής εμφανίζει το θ. τυχ- (πρβλ. έτυχον, τύχη) και απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ευτυχής, δυστυχής)].