το, Ν1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού2. φρ. «τον έκανε τελατίνι»μτφ. i) τον έδειρε πολύ άσχημαii) τον έφερε σε πολύ δύσκολη θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telatin].