ταλανισμός

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και τανταλισμός Α ταλανίζω
1. οικτιρμός
2. ταλαιπωρία, δυστυχία
αρχ.
1. αθλιότητα
2. θρήνος, οδυρμός («συμβουλίαις μὲν οὐκ' ἐχρήσατο... ταλανισμῷ δὲ μόνον», Ιωάνν. Χρυσ.).