αθλιότητα

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀθλιότης, -ότητος) ἄθλιος
1. δυστυχία, ταλαιπωρία
2. ελεεινή κατάσταση
3. ελεεινή πράξη.