χερσάνιππος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ὁ,

   A unmounted desert-guard, PSI4.399 (iii B. C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
πεζός φρουρός περιοχής της ερήμου, σε αντιδιαστολή προς τον έφιππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄνιππος «αυτός που δεν έχει άλογο»].