τσιράκι

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το, Ν
1. μαθητευόμενος τεχνίτης
2. βοηθός τεχνίτη
3. συνεκδ. αρχάριος
4. μτφ. α) αυτός που ακολουθεί, που μιμείται την συμπεριφορά ή τις μεθόδους κάποιου, πιστός οπαδός
β) συνεκδ. υπηρέτης
5. φρ. «τον έβγαλε τσιράκι του» — τον έκανε όμοιό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cirak].