υπέρχρεως
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
-ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, -ον, Μ
βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά-χρεως, ὑπό-χρεως].