τεχνοκρίτης

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που ασκεί συστηματικά κριτική τών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και τών έργων τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων. Ασώπιο].