τεχνοκρίτης

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που ασκεί συστηματικά κριτική τών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και τών έργων τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων. Ασώπιο].