τεχνοκρίτης

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που ασκεί συστηματικά κριτική τών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και τών έργων τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων. Ασώπιο].