τετραχθόνευτος
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
-ον, Μ
αυτός που ήταν θαμμένος στη γη για τέσσερεις μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χθόνευτος (< αμάρτυρο ρ. χθονεύω < χθών, χθονός)].