Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υμενώδης

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-ες / ὑμενώδης, -ῶδες, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
αυτός που έχει σύσταση ή υφή υμένα, υμενοειδήςυμενώδης λαβύρινθος του έσω ωτός»)
αρχ.
(για υγρά) γεμάτος υμενοειδείς ύλες ή ίνες.