χιονοσκεπής

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-ές, Ν
χιονοσκέπαστος, χιονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο-σκεπής, νεφελο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους].