Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοσκεπής

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-ές, Ν
χιονοσκέπαστος, χιονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο-σκεπής, νεφελο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους].