χιονοσκεπής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

-ές, Ν
χιονοσκέπαστος, χιονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο-σκεπής, νεφελο-σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους].