σωματότυπος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ανθρωπολ. το σχήμα και η μορφή του σώματος κατά την ταξινόμηση τών ανθρώπινων σωματικών τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotype < σώμα, σώματος + τύπος.