σωματότυπος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

ο, Ν
ανθρωπολ. το σχήμα και η μορφή του σώματος κατά την ταξινόμηση τών ανθρώπινων σωματικών τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotype < σώμα, σώματος + τύπος.