σωματότυπος

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

ο, Ν
ανθρωπολ. το σχήμα και η μορφή του σώματος κατά την ταξινόμηση τών ανθρώπινων σωματικών τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotype < σώμα, σώματος + τύπος.