τοπότυπος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(βιολ.-παλαιοντ.)
άτομο ή άτομα ενός είδους που έχει συλλεγεί από την τυπική τοποθεσία και από τον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα, από τον οποίο είχε συλλεγεί κατά το παρελθόν και ο ολότυπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topotype (< τόπος + τύπος)].