συνονόματος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το ίδιο βαπτιστικό όνομα με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + όνομα, -ατος].