ταχεῖα

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

French (Bailly abrégé)

fém. de ταχύς.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. ταχύς.———————— (II)
η, Ν ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων.

Greek Monolingual

Ν
επίρρ. βλ. ταχιά.