Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
-η, -ο / τριτότοκος, -ον, ΝΜ
τρίτος στη σειρά γέννησης, γεννημένος μετά από δύο άλλα αδέλφια («τριτότοκη κόρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].