υποστατικό
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
το / ὑποστατικόν, ΝΑ
νεοελλ.
αγρόκτημα
αρχ.
χρηματικό ποσό το οποίο έπρεπε να καταβάλλουν οι πρόσφατα μυημένοι, οι νέοι μύστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαοτικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. ὑποστατικός.